1. Λέξη
    δυσφήμηση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: δυσφήμιση)
  2. Συνώνυμα
    • κακοφημία
    • δυσφήμηση
    • κατακραυγή
    3
  3. Αντώνυμα
    • ευφημία
    • δόξα
    • φήμη
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να δυσφημεί κάποιος, δηλαδή να διαδίδει κακές ή ψευδείς πληροφορίες για κάποιον ή κάτι.
    • Η κατάσταση όταν κάποιος ή κάτι έχει κακή φήμη λόγω αρνητικών σχολίων ή πληροφοριών.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο πολιτικός αντιμετώπισε δυσφήμηση μετά τις ψευδείς ειδήσεις που κυκλοφόρησαν εναντίον του.
    • Η εταιρεία υπέστη σοβαρή δυσφήμηση μετά το σκάνδαλο.
    2