Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δυσφήμιση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
δυσφήμηση
-
διαφήμιση
)
Συνώνυμα
κακολογία
συκοφαντία
δυσφήμηση
3
Αντώνυμα
έπαινος
εκτίμηση
φήμη
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να δυσφημεί κάποιος κάποιον ή κάτι.
Η δημόσια διάδοση αρνητικών πληροφοριών ή απόψεων για κάποιον ή κάτι.
2
Παραδείγματα
Η δυσφήμιση του αντιπάλου του ήταν μέρος της εκστρατείας του.
Ο ηθοποιός μήνυσε τον τύπο για δυσφήμιση.
2