Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δότης (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
εκδότης
-
προδότης
)
Συνώνυμα
προμηθευτής
χορηγός
δωρητής
3
Αντώνυμα
λήπτης
παραλήπτης
αποδέκτης
3
Ορισμός
Αυτός που δίνει κάτι σε κάποιον άλλο.
Πρόσωπο ή οντότητα που παρέχει ή προσφέρει κάτι.
Σε μεταφορική έννοια, αυτός που προσφέρει βοήθεια ή υπηρεσίες.
3
Παραδείγματα
Ο δότης του αίματος βοήθησε να σωθεί μια ζωή.
Η εταιρεία λειτουργεί ως δότης υποτροφιών για φοιτητές.
Στην αρχαία Ελλάδα, ο δότης θεωρούνταν ευγενής και αξιέπαινος.
3