1. Λέξη
    δότης (ουσιαστικό) - (παρόμοια: εκδότης - προδότης)
  2. Συνώνυμα
    • προμηθευτής
    • χορηγός
    • δωρητής
    3
  3. Αντώνυμα
    • λήπτης
    • παραλήπτης
    • αποδέκτης
    3
  4. Ορισμός
    • Αυτός που δίνει κάτι σε κάποιον άλλο.
    • Πρόσωπο ή οντότητα που παρέχει ή προσφέρει κάτι.
    • Σε μεταφορική έννοια, αυτός που προσφέρει βοήθεια ή υπηρεσίες.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο δότης του αίματος βοήθησε να σωθεί μια ζωή.
    • Η εταιρεία λειτουργεί ως δότης υποτροφιών για φοιτητές.
    • Στην αρχαία Ελλάδα, ο δότης θεωρούνταν ευγενής και αξιέπαινος.
    3