Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προδότης (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
προδότρα
-
προδότρια
-
πλειοδότης
-
προφήτης
-
δότης
-
πότης
-
προστάτης
-
εργοδότης
)
Συνώνυμα
δόλιος
προδοτικός
εχθρός
3
Αντώνυμα
πιστός
πιστός φίλος
υποστηρικτής
3
Ορισμός
Άτομο που προδίδει κάποιον ή κάτι, ειδικά σε σχέση με εμπιστοσύνη ή αφοσίωση.
Άτομο που δρα εναντίον της πατρίδας του ή μιας ομάδας στην οποία ανήκει.
2
Παραδείγματα
Ο προδότης αποκάλυψε τα μυστικά της ομάδας στον εχθρό.
Η ιστορία είναι γεμάτη με παραδείγματα προδοτών που άλλαξαν πλευρά κατά τη διάρκεια πολέμων.
2