Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εγείρω (ρήμα) - (παρόμοια:
διεγείρω
)
Συνώνυμα
σηκώνω
ανεβάζω
υψώνω
3
Αντώνυμα
καταβάλλω
ρίχνω
χαμηλώνω
3
Ορισμός
να κάνω κάτι ή κάποιον να σηκωθεί από μια θέση χαμηλότερη σε μια υψηλότερη
να προκαλέσω κάτι να ξεκινήσει ή να ενεργοποιηθεί
να προκαλέσω κάποιο συναίσθημα ή κατάσταση
3
Παραδείγματα
Εγείρω το βιβλίο από το πάτωμα.
Ο δάσκαλος εγείρει ενδιαφέρον για τη μάθηση.
Οι εργάτες εγείρουν το κτίριο.
3