1. Λέξη
    εγείρω (ρήμα) - (παρόμοια: διεγείρω)
  2. Συνώνυμα
    • σηκώνω
    • ανεβάζω
    • υψώνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • καταβάλλω
    • ρίχνω
    • χαμηλώνω
    3
  4. Ορισμός
    • να κάνω κάτι ή κάποιον να σηκωθεί από μια θέση χαμηλότερη σε μια υψηλότερη
    • να προκαλέσω κάτι να ξεκινήσει ή να ενεργοποιηθεί
    • να προκαλέσω κάποιο συναίσθημα ή κατάσταση
    3
  5. Παραδείγματα
    • Εγείρω το βιβλίο από το πάτωμα.
    • Ο δάσκαλος εγείρει ενδιαφέρον για τη μάθηση.
    • Οι εργάτες εγείρουν το κτίριο.
    3