1. Λέξη
    εγκατασταθώ (ρήμα) - (παρόμοια: εγκαταστήσω - αποκατασταθώ - αντικατασταθώ - εγκατάσταση)
  2. Συνώνυμα
    • εγκαθίσταμαι
    • εγκατασταθώ
    • εγκατασταθούμε
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποχωρώ
    • φεύγω
    • εγκαταλείπω
    3
  4. Ορισμός
    • Τοποθετώ κάποιον ή κάτι σε ένα συγκεκριμένο μέρος ή θέση.
    • Εγκαθιστώ μόνιμα σε έναν τόπο.
    • Εγκαθιστώ ένα σύστημα ή μια συσκευή.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Αφού βρήκα δουλειά, αποφάσισα να εγκατασταθώ μόνιμα στην Αθήνα.
    • Πρέπει να εγκατασταθούν τα νέα λογισμικά στον υπολογιστή.
    • Μετά την αποφοίτησή του, εγκαταστάθηκε στο εξωτερικό.
    3