Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εγκατασταθώ (ρήμα) - (παρόμοια:
εγκαταστήσω
-
αποκατασταθώ
-
αντικατασταθώ
-
εγκατάσταση
)
Συνώνυμα
εγκαθίσταμαι
εγκατασταθώ
εγκατασταθούμε
3
Αντώνυμα
αποχωρώ
φεύγω
εγκαταλείπω
3
Ορισμός
Τοποθετώ κάποιον ή κάτι σε ένα συγκεκριμένο μέρος ή θέση.
Εγκαθιστώ μόνιμα σε έναν τόπο.
Εγκαθιστώ ένα σύστημα ή μια συσκευή.
3
Παραδείγματα
Αφού βρήκα δουλειά, αποφάσισα να εγκατασταθώ μόνιμα στην Αθήνα.
Πρέπει να εγκατασταθούν τα νέα λογισμικά στον υπολογιστή.
Μετά την αποφοίτησή του, εγκαταστάθηκε στο εξωτερικό.
3