Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποκατασταθώ (ρήμα) - (παρόμοια:
αποκαταστήσω
-
αντικατασταθώ
-
εγκατασταθώ
-
αποκατάσταση
)
Συνώνυμα
αποκαθίσταμαι
επανέρχομαι
ανασυντάσσομαι
3
Αντώνυμα
καταστρέφομαι
χαλάω
διαλύομαι
3
Ορισμός
Επαναφέρομαι στην αρχική μου κατάσταση ή θέση.
Ανακτώ την υγεία μου ή την προηγούμενη φυσική μου κατάσταση.
Επανατοποθετούμαι σε μια προηγούμενη θέση ή κατάσταση.
3
Παραδείγματα
Μετά από τον σεισμό, η πόλη αποκαταστάθηκε γρήγορα.
Ο ασθενής αποκαταστάθηκε πλήρως μετά τη χειρουργική επέμβαση.
Η κυβέρνηση εργάζεται για να αποκατασταθούν οι πρόσφυγες στις πατρίδες τους.
3