1. Λέξη
    αποκατασταθώ (ρήμα) - (παρόμοια: αποκαταστήσω - αντικατασταθώ - εγκατασταθώ - αποκατάσταση)
  2. Συνώνυμα
    • αποκαθίσταμαι
    • επανέρχομαι
    • ανασυντάσσομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • καταστρέφομαι
    • χαλάω
    • διαλύομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Επαναφέρομαι στην αρχική μου κατάσταση ή θέση.
    • Ανακτώ την υγεία μου ή την προηγούμενη φυσική μου κατάσταση.
    • Επανατοποθετούμαι σε μια προηγούμενη θέση ή κατάσταση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Μετά από τον σεισμό, η πόλη αποκαταστάθηκε γρήγορα.
    • Ο ασθενής αποκαταστάθηκε πλήρως μετά τη χειρουργική επέμβαση.
    • Η κυβέρνηση εργάζεται για να αποκατασταθούν οι πρόσφυγες στις πατρίδες τους.
    3