1. Λέξη
    εγκλωβισμένος (επίθετο) - (παρόμοια: εθισμένος - φοβισμένος)
  2. Συνώνυμα
    • παγιδευμένος
    • αποκλεισμένος
    • περιορισμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • ελεύθερος
    • απελευθερωμένος
    • απεριόριστος
    3
  4. Ορισμός
    • Που βρίσκεται σε κατάσταση φυσικού ή μεταφορικού εγκλωβισμού.
    • Που δεν μπορεί να κινηθεί ή να δράσει ελεύθερα λόγω εξωτερικών παραγόντων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο εγκλωβισμένος οδηγός έπρεπε να περιμένει για ώρες μέχρι να τον ελευθερώσουν.
    • Αισθάνθηκε εγκλωβισμένος στη δουλειά του χωρίς προοπτικές ανέλιξης.
    2