Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εγκλωβισμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
εθισμένος
-
φοβισμένος
)
Συνώνυμα
παγιδευμένος
αποκλεισμένος
περιορισμένος
3
Αντώνυμα
ελεύθερος
απελευθερωμένος
απεριόριστος
3
Ορισμός
Που βρίσκεται σε κατάσταση φυσικού ή μεταφορικού εγκλωβισμού.
Που δεν μπορεί να κινηθεί ή να δράσει ελεύθερα λόγω εξωτερικών παραγόντων.
2
Παραδείγματα
Ο εγκλωβισμένος οδηγός έπρεπε να περιμένει για ώρες μέχρι να τον ελευθερώσουν.
Αισθάνθηκε εγκλωβισμένος στη δουλειά του χωρίς προοπτικές ανέλιξης.
2