Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φοβισμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
φορτισμένος
-
φημισμένος
-
φυλακισμένος
-
ορισμένος
-
πεισμένος
-
χτισμένος
-
εθισμένος
-
σκισμένος
-
φρικαρισμένος
-
εγκλωβισμένος
-
ραγισμένος
-
κλεισμένος
-
βασισμένος
-
οπλισμένος
-
ζαλισμένος
-
χωρισμένος
-
οργισμένος
-
φορτωμένος
-
σκονισμένος
-
κοιμισμένος
-
φαντασμένος
-
μαυρισμένος
-
πεπεισμένος
-
τσατισμένος
-
κερδισμένος
)
Συνώνυμα
τρομαγμένος
ανήσυχος
πανικόβλητος
3
Αντώνυμα
θαρραλέος
ατρόμητος
ήρεμος
3
Ορισμός
Που νιώθει φόβο ή άγχος.
Που έχει εκφοβιστεί ή τρομοκρατηθεί.
2
Παραδείγματα
Ο φοβισμένος παιδί κρύφτηκε πίσω από τη μητέρα του.
Μετά την ταινία τρόμου, ένιωσα πολύ φοβισμένος.
2