1. Λέξη
    εγκρίνω (ρήμα) - (παρόμοια: εγκρίνομαι - συγκρίνω - κρίνω)
  2. Συνώνυμα
    • επιδοκιμάζω
    • επικυρώνω
    • αποδέχομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • απορρίπτω
    • αρνούμαι
    • αποδοκιμάζω
    3
  4. Ορισμός
    • Δίνω την επίσημη συγκατάθεσή μου ή την έγκριση σε κάτι.
    • Επιβεβαιώνω ή επικυρώνω μια απόφαση ή μια πράξη.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η επιτροπή θα εγκρίνει το νέο σχέδιο την επόμενη εβδομάδα.
    • Ο υπουργός εγκρίνει την πρόταση για την κατασκευή του νέου νοσοκομείου.
    2