Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εγκρίνω (ρήμα) - (παρόμοια:
εγκρίνομαι
-
συγκρίνω
-
κρίνω
)
Συνώνυμα
επιδοκιμάζω
επικυρώνω
αποδέχομαι
3
Αντώνυμα
απορρίπτω
αρνούμαι
αποδοκιμάζω
3
Ορισμός
Δίνω την επίσημη συγκατάθεσή μου ή την έγκριση σε κάτι.
Επιβεβαιώνω ή επικυρώνω μια απόφαση ή μια πράξη.
2
Παραδείγματα
Η επιτροπή θα εγκρίνει το νέο σχέδιο την επόμενη εβδομάδα.
Ο υπουργός εγκρίνει την πρόταση για την κατασκευή του νέου νοσοκομείου.
2