Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εγκρίνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
κρίνομαι
-
εγκρίνω
-
υποκρίνομαι
-
εκτείνομαι
-
ανταποκρίνομαι
-
γίνομαι
-
δίνομαι
)
Συνώνυμα
επιβεβαιώνομαι
επικυρώνομαι
εξουσιοδοτούμαι
3
Αντώνυμα
απορρίπτομαι
ακυρώνομαι
αποδοκιμάζομαι
3
Ορισμός
Να δέχομαι επίσημη έγκριση ή έγκριση από κάποια αρχή.
Να θεωρούμαι αποδεκτός ή έγκυρος.
2
Παραδείγματα
Η αίτησή μου εγκρίθηκε από το συμβούλιο.
Το σχέδιο εγκρίθηκε από τον υπουργό.
2