1. Λέξη
    ειδικευόμενος (επίθετο) - (παρόμοια: θρησκευόμενος - εξειδικευμένος - επόμενος)
  2. Συνώνυμα
    • ειδικός
    • εξειδικευμένος
    • επαγγελματίας
    3
  3. Αντώνυμα
    • γενικός
    • απλός
    • μη ειδικευμένος
    3
  4. Ορισμός
    • Αυτός που έχει εξειδικευτεί σε ένα συγκεκριμένο πεδίο ή θέμα.
    • Αυτός που διαθέτει ειδικές γνώσεις ή δεξιότητες σε έναν τομέα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο γιατρός είναι ειδικευόμενος στην καρδιολογία.
    • Ο ειδικευόμενος μηχανικός ανέλαβε το έργο.
    2