Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
θρησκευόμενος (επίθετο) - (παρόμοια:
ειδικευόμενος
-
θρησκεία
)
Συνώνυμα
θρησκευτικός
ευσυνείδητος
ευσεβής
3
Αντώνυμα
αθρησκευτος
άθεος
ασεβής
3
Ορισμός
Αυτός που ακολουθεί θρησκευτικές πρακτικές ή πιστεύει σε μια θρησκεία.
Αυτός που δείχνει ευλάβεια ή σεβασμό προς τα θρησκευτικά ιδεώδη.
2
Παραδείγματα
Ο θρησκευόμενος άνθρωπος πηγαίνει στην εκκλησία κάθε Κυριακή.
Η θρησκευόμενη κοινότητα συγκεντρώθηκε για να γιορτάσει την εορτή.
2