Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εικάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
δικάζω
)
Συνώνυμα
υποθέτω
προβλέπω
υπολογίζω
φαντάζομαι
4
Αντώνυμα
γνωρίζω
βεβαιώνω
επιβεβαιώνω
3
Ορισμός
Κάνω μια εκτίμηση ή πρόβλεψη με βάση ελλιπή ή αόριστα δεδομένα.
Φαντάζομαι ή σκέφτομαι κάτι χωρίς να έχω ακριβή γνώση.
Προσπαθώ να προβλέψω το μέλλον ή το αποτέλεσμα μιας κατάστασης.
3
Παραδείγματα
Είναι δύσκολο να εικάσεις τι θα συμβεί στο μέλλον.
Ο γιατρός εικάζει ότι η ανάρρωση θα πάρει δύο εβδομάδες.
Μπορείς να εικάσεις πόσοι άνθρωποι θα έρθουν στο πάρτι;
3