1. Λέξη
    εικάζω (ρήμα) - (παρόμοια: δικάζω)
  2. Συνώνυμα
    • υποθέτω
    • προβλέπω
    • υπολογίζω
    • φαντάζομαι
    4
  3. Αντώνυμα
    • γνωρίζω
    • βεβαιώνω
    • επιβεβαιώνω
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω μια εκτίμηση ή πρόβλεψη με βάση ελλιπή ή αόριστα δεδομένα.
    • Φαντάζομαι ή σκέφτομαι κάτι χωρίς να έχω ακριβή γνώση.
    • Προσπαθώ να προβλέψω το μέλλον ή το αποτέλεσμα μιας κατάστασης.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Είναι δύσκολο να εικάσεις τι θα συμβεί στο μέλλον.
    • Ο γιατρός εικάζει ότι η ανάρρωση θα πάρει δύο εβδομάδες.
    • Μπορείς να εικάσεις πόσοι άνθρωποι θα έρθουν στο πάρτι;
    3