1. Λέξη
    δικάζω (ρήμα) - (παρόμοια: δικά - δικάζομαι - εικάζω - καταδικάζω - διστάζω - διατάζω - διαβάζω)
  2. Συνώνυμα
    • κρίνω
    • αποφασίζω
    • εκδικάζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αθωώνω
    • απαλλάσσω
    2
  4. Ορισμός
    • Αποφασίζω επίσημα για μια νομική υπόθεση.
    • Κρίνω με βάση τους νόμους και τους κανόνες.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δικαστής θα δικάσει την υπόθεση αύριο.
    • Το δικαστήριο δικάζει με βάση τα στοιχεία που παρουσιάζονται.
    2