Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ειρωνεία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ειρωνικά
-
ειρωνικός
)
Συνώνυμα
σκωπτικότητα
χλευασμός
σαρκασμός
3
Αντώνυμα
ειλικρίνεια
ευθύτητα
απλότητα
3
Ορισμός
Η τέχνη ή η πρακτική του να εκφράζει κάποιος το αντίθετο από αυτό που εννοεί, συνήθως με σκοπό το χιούμορ ή την κριτική.
Μια κατάσταση ή γεγονός που φαίνεται παράξενο ή αστείο επειδή είναι πολύ διαφορετικό από αυτό που θα περίμενε κανείς.
2
Παραδείγματα
Η ειρωνεία του ήταν τόσο λεπτή που πολλοί δεν κατάλαβαν ότι αστειευόταν.
Είναι ειρωνεία το γεγονός ότι ο πιο φτωχός άνθρωπος της γειτονιάς κέρδισε το λαχείο.
2