1. Λέξη
    ειρωνικά (επίρρημα) - (παρόμοια: ειρωνικός - εικονικά - ειρωνεία)
  2. Συνώνυμα
    • κυριολεκτικά
    • προσποιητά
    • υποκριτικά
    3
  3. Αντώνυμα
    • ειλικρινά
    • απλά
    • ειρηνικά
    3
  4. Ορισμός
    • Με τρόπο που δηλώνει το αντίθετο από αυτό που πραγματικά νιώθει ή πιστεύει κάποιος, συχνά με σκοπό το χιούμορ ή τη σάτιρα.
    • Με τρόπο που χαρακτηρίζεται από ειρωνεία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μου μίλησε ειρωνικά, αλλά κατάλαβα ότι δεν εννοούσε αυτά που έλεγε.
    • Τα λόγια του ήταν γεμάτα ειρωνικά σχόλια.
    2