Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εισαγγελέας (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
εισαγγελία
-
εισβολέας
)
Συνώνυμα
δικαστικός
κατήγορος
εμπλεκόμενος
3
Αντώνυμα
υπεράσπισης
υπερασπιστής
2
Ορισμός
Επίσημος λειτουργός του δικαστικού συστήματος που έχει την ευθύνη να εκπροσωπεί το δημόσιο συμφέρον σε ποινικές υποθέσεις.
Προσωπικότητα που κατηγορεί κάποιον για παράνομη πράξη σε δικαστήριο.
2
Παραδείγματα
Ο εισαγγελέας ζήτησε την καταδίκη του κατηγορουμένου.
Η εισαγγελέας παρουσίασε τα στοιχεία της υπόθεσης στο δικαστήριο.
2