1. Λέξη
    εισαγγελέας (ουσιαστικό) - (παρόμοια: εισαγγελία - εισβολέας)
  2. Συνώνυμα
    • δικαστικός
    • κατήγορος
    • εμπλεκόμενος
    3
  3. Αντώνυμα
    • υπεράσπισης
    • υπερασπιστής
    2
  4. Ορισμός
    • Επίσημος λειτουργός του δικαστικού συστήματος που έχει την ευθύνη να εκπροσωπεί το δημόσιο συμφέρον σε ποινικές υποθέσεις.
    • Προσωπικότητα που κατηγορεί κάποιον για παράνομη πράξη σε δικαστήριο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο εισαγγελέας ζήτησε την καταδίκη του κατηγορουμένου.
    • Η εισαγγελέας παρουσίασε τα στοιχεία της υπόθεσης στο δικαστήριο.
    2