1. Λέξη
    εισβολέας (ουσιαστικό) - (παρόμοια: εισβολή - εισαγγελέας)
  2. Συνώνυμα
    • εισχωρητής
    • κατακτητής
    • επεμβατικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • υπερασπιστής
    • προστάτης
    • αμυνόμενος
    3
  4. Ορισμός
    • Αυτός που εισβάλλει σε ξένο χώρο ή έδαφος.
    • Αυτός που παρεμβαίνει με επιθετικό τρόπο σε μια κατάσταση ή σχέση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο εισβολέας διέσχισε τα σύνορα τη νύχτα.
    • Η χώρα μας αντιμετώπισε τον εισβολέα με γενναιότητα.
    2