Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εισβολέας (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
εισβολή
-
εισαγγελέας
)
Συνώνυμα
εισχωρητής
κατακτητής
επεμβατικός
3
Αντώνυμα
υπερασπιστής
προστάτης
αμυνόμενος
3
Ορισμός
Αυτός που εισβάλλει σε ξένο χώρο ή έδαφος.
Αυτός που παρεμβαίνει με επιθετικό τρόπο σε μια κατάσταση ή σχέση.
2
Παραδείγματα
Ο εισβολέας διέσχισε τα σύνορα τη νύχτα.
Η χώρα μας αντιμετώπισε τον εισβολέα με γενναιότητα.
2