Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εισβάλω (ρήμα) - (παρόμοια:
εισβάλλω
)
Συνώνυμα
εισπεράτω
εισχωρώ
εισδύω
3
Αντώνυμα
αποχωρώ
εξέρχομαι
απομακρύνομαι
3
Ορισμός
Εισέρχομαι με βία ή χωρίς άδεια σε έναν χώρο ή περιοχή.
Επιτίθεμαι ή εισέρχομαι σε έναν τόπο με στρατιωτική δύναμη.
2
Παραδείγματα
Οι εχθροί προσπάθησαν να εισβάλουν στη χώρα μας κατά τη νύχτα.
Μην επιχειρήσεις να εισβάλεις στην ιδιωτική περιουσία χωρίς άδεια.
2