1. Λέξη
    εισβάλλω (ρήμα) - (παρόμοια: εισβάλω - επιβάλλω - βάλλω - προσβάλλω)
  2. Συνώνυμα
    • εισχωρώ
    • εισέρχομαι
    • εισπηδώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • εξέρχομαι
    • αποχωρώ
    • εξορμώ
    3
  4. Ορισμός
    • Εισέρχομαι με βία ή ξαφνικά σε έναν χώρο.
    • Επιτίθεμαι εισβάλλοντας σε μια περιοχή.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι εχθροί αποφάσισαν να εισβάλλουν τη νύχτα.
    • Το στρατόπεδο εισβάλλει συχνά σε εδάφη που δεν ανήκουν σε αυτό.
    2