1. Λέξη
    εισβολή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: εισβολέας - εμβολή)
  2. Συνώνυμα
    • επιδρομή
    • εισχώρηση
    • προσβολή
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποχώρηση
    • αναχώρηση
    • απομάκρυνση
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα της εισόδου σε έναν χώρο ή περιοχή, συχνά με βίαιο τρόπο.
    • Η επίθεση ή η εισχώρηση σε μια περιοχή με στρατιωτικές δυνάμεις.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η εισβολή του εχθρού στο έδαφος μας προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση.
    • Η εισβολή των ιών στον οργανισμό μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές ασθένειες.
    2