Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εισβολή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
εισβολέας
-
εμβολή
)
Συνώνυμα
επιδρομή
εισχώρηση
προσβολή
3
Αντώνυμα
αποχώρηση
αναχώρηση
απομάκρυνση
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα της εισόδου σε έναν χώρο ή περιοχή, συχνά με βίαιο τρόπο.
Η επίθεση ή η εισχώρηση σε μια περιοχή με στρατιωτικές δυνάμεις.
2
Παραδείγματα
Η εισβολή του εχθρού στο έδαφος μας προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση.
Η εισβολή των ιών στον οργανισμό μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές ασθένειες.
2