1. Λέξη
    εκβιάσω (ρήμα) - (παρόμοια: εκβιάζω)
  2. Συνώνυμα
    • αναγκάζω
    • πιέζω
    • εκμεταλλεύομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • πείθω
    • προτρέπω
    • ενθαρρύνω
    3
  4. Ορισμός
    • να αναγκάσω κάποιον να κάνει κάτι με απειλές ή πίεση
    • να εκμεταλλευτώ μια κατάσταση για να επιτύχω κάτι με αντάλλαγμα
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο εκβιαστής προσπάθησε να εκβιάσει τον επιχειρηματία με απειλές.
    • Δεν πρέπει να εκβιάζουμε τους άλλους για να πετύχουμε τους σκοπούς μας.
    2