Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εκβιάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
εκβιάσω
-
βιάζω
)
Συνώνυμα
αναγκάζω
πιέζω
εξαναγκάζω
3
Αντώνυμα
πείθω
προτρέπω
ενθαρρύνω
3
Ορισμός
Αναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι με απειλές ή πίεση.
Εξαναγκάζω κάποιον να δώσει χρήματα ή άλλα οφέλη υπό την απειλή.
2
Παραδείγματα
Οι ληστές τον εκβίασαν να δώσει τα χρήματά του.
Η εταιρεία εκβιάστηκε να αποκαλύψει εμπιστευτικές πληροφορίες.
2