1. Λέξη
    εκδικηθώ (ρήμα) - (παρόμοια: εκδικητής - εκδικητικός)
  2. Συνώνυμα
    • τιμωρώ
    • ανταποδίδω
    • εκτιμωρώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • συγχωρώ
    • χαρίζω
    • επιεικεύομαι
    3
  4. Ορισμός
    • να πράξω κάτι ως αντίποινα για μια αδικία ή βλάβη που υπέστησα
    • να επιβάλω τιμωρία σε κάποιον ως απάντηση σε μια προηγούμενη πράξη του
    2
  5. Παραδείγματα
    • Αποφάσισε να εκδικηθεί τον φίλο του που τον πρόδωσε.
    • Μετά την προσβολή, οργίστηκε και ορκίστηκε ότι θα εκδικηθεί.
    2