Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εκδικηθώ (ρήμα) - (παρόμοια:
εκδικητής
-
εκδικητικός
)
Συνώνυμα
τιμωρώ
ανταποδίδω
εκτιμωρώ
3
Αντώνυμα
συγχωρώ
χαρίζω
επιεικεύομαι
3
Ορισμός
να πράξω κάτι ως αντίποινα για μια αδικία ή βλάβη που υπέστησα
να επιβάλω τιμωρία σε κάποιον ως απάντηση σε μια προηγούμενη πράξη του
2
Παραδείγματα
Αποφάσισε να εκδικηθεί τον φίλο του που τον πρόδωσε.
Μετά την προσβολή, οργίστηκε και ορκίστηκε ότι θα εκδικηθεί.
2