Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εκδικητής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διεκδικητής
-
εκδικητικός
-
εκδικηθώ
-
νικητής
)
Συνώνυμα
τιμωρός
αμυντής
ανταποδότης
3
Αντώνυμα
συγγνώμων
συμβιβαστής
επιεικής
3
Ορισμός
Πρόσωπο που εκδικείται κάποιον για μια αδικία ή προσβολή.
Αυτός που επιδιώκει να τιμωρήσει κάποιον ως αντίποινα για μια πράξη.
2
Παραδείγματα
Ο εκδικητής σχεδίαζε την εκδίκησή του για χρόνια.
Στην ταινία, ο κύριος χαρακτήρας είναι ένας εκδικητής που ψάχνει δικαιοσύνη.
2