Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εκδικούμαι (ρήμα) - (παρόμοια:
εξασκούμαι
-
εκτελούμαι
)
Συνώνυμα
τιμωρώ
ανταμείβω
επιζητώ εκδίκηση
3
Αντώνυμα
συγχωρώ
χαρίζω
αγνοώ
3
Ορισμός
να πράττω κάτι ως αντίποινα για μια προσβολή ή αδικία που υπέστησα
να επιδιώκω να τιμωρήσω κάποιον για μια πράξη που με έβλαψε
2
Παραδείγματα
Ο πατέρας του ορκίστηκε ότι θα εκδικηθεί τον δολοφόνο του γιου του.
Μετά την προδοσία της, εκδικήθηκε διαδίδοντας ψεύτικα φήμες γι' αυτήν.
2