Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εκτελούμαι (ρήμα) - (παρόμοια:
αποτελούμαι
-
επωφελούμαι
-
εκτελώ
-
ενοχλούμαι
-
εκτελείται
-
εκδικούμαι
-
εκτείνομαι
-
επικαλούμαι
-
εξαντλούμαι
)
Συνώνυμα
εκτελώ
πραγματοποιούμαι
διεξάγομαι
3
Αντώνυμα
ακυρώνομαι
σταματώ
αποτυγχάνω
3
Ορισμός
να πραγματοποιηθεί ή να ολοκληρωθεί μια ενέργεια ή διαδικασία
να γίνει κάτι σύμφωνα με ένα σχέδιο ή εντολή
2
Παραδείγματα
Η τελετή θα εκτελεστεί αύριο το πρωί.
Οι εντολές εκτελούνται από τον υπολογιστή με ακρίβεια.
2