1. Λέξη
    εκεχειρία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: εμπειρία)
  2. Συνώνυμα
    • ανακωχή
    • διακοπή εχθροπραξιών
    • παύση πυρός
    3
  3. Αντώνυμα
    • πόλεμος
    • σύγκρουση
    • εχθροπραξία
    3
  4. Ορισμός
    • Προσωρινή διακοπή των εχθροπραξιών μεταξύ δύο ή περισσότερων αντιμαχόμενων πλευρών.
    • Η συμφωνία για την παύση των μαχών για ένα καθορισμένο χρονικό διάστημα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι δύο χώρες συμφώνησαν σε εκεχειρία για να επιτρέψουν την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας.
    • Η εκεχειρία κηρύχθηκε με αφορμή τις γιορτές.
    2