Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εμπειρία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
εμπορία
-
εκεχειρία
)
Συνώνυμα
πείρα
γνώση
εξοικείωση
3
Αντώνυμα
άγνοια
απειρία
έλλειψη εμπειρίας
3
Ορισμός
Η γνώση ή η ικανότητα που αποκτά κάποιος μέσα από την πρακτική άσκηση ή την παρατήρηση.
Η συσσώρευση γνώσεων και δεξιοτήτων που προέρχονται από την άμεση συμμετοχή σε γεγονότα ή δραστηριότητες.
2
Παραδείγματα
Η εμπειρία του στη δουλειά τον έκανε να προαχθεί γρήγορα.
Μέσα από την εμπειρία, έμαθε να αντιμετωπίζει δύσκολες καταστάσεις.
2