Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εκκεντρικός (επίθετο) - (παρόμοια:
εκκεντρικό
-
κεντρικός
-
εγωκεντρικός
-
αντρικός
-
κεντρικό
)
Συνώνυμα
ασυνήθιστος
ιδιόρρυθμος
παράξενος
3
Αντώνυμα
συμβατικός
συντηρητικός
νορμάλ
3
Ορισμός
που αποκλίνει από τα συνηθισμένα πρότυπα ή τη συμβατική συμπεριφορά
που χαρακτηρίζεται από πρωτότυπη και ασυνήθιστη συμπεριφορά ή εμφάνιση
2
Παραδείγματα
Ο εκκεντρικός καλλιτέχνης έκανε πάντα έντονες εντυπώσεις με τις πρωτότυπες του ιδέες.
Η εκκεντρική του ενδυμασία τράβηξε τα βλέμματα όλων στο πάρτι.
2