1. Συνώνυμα
    • αρρενωπός
    • δυνατός
    • γενναίος
    3
  2. Αντώνυμα
    • θηλυκός
    • αδύναμος
    • δειλός
    3
  3. Ορισμός
    • που χαρακτηρίζει ή αναφέρεται σε άνδρα
    • που δείχνει ανδρεία ή δύναμη
    • που είναι κατάλληλος ή χαρακτηριστικός για άνδρα
    3
  4. Παραδείγματα
    • Η ανδρική φωνή του ακουγόταν σε όλη την αίθουσα.
    • Έδειξε ανδρικό θάρρος μπροστά στις δυσκολίες.
    • Η ανδρική ενδυμασία ήταν πιο σκούρα από τη γυναικεία.
    3