Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εκκενώσω (ρήμα) - (παρόμοια:
εκκενώνω
)
Συνώνυμα
αδειάζω
ξεχειλίζω
απομακρύνω
3
Αντώνυμα
γεμίζω
γεμώ
συμπληρώνω
3
Ορισμός
Κάνω κάτι να γίνει άδειο ή να μην περιέχει τίποτα.
Αφαιρώ το περιεχόμενο από κάτι.
Εξάγω υγρό ή αέρα από ένα χώρο ή δοχείο.
3
Παραδείγματα
Πρέπει να εκκενώσω την πισίνα πριν την επισκευάσω.
Οι πυροσβέστες εκκένωσαν το κτίριο λόγω της φωτιάς.
Θα εκκενώσω το νερό από το μπουκάλι.
3