1. Λέξη
    εκκενώνω (ρήμα) - (παρόμοια: ενώνω - εκκενώσω)
  2. Συνώνυμα
    • αδειάζω
    • ξεκενώνω
    • εκτοπίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • γεμίζω
    • γεμώ
    • γεμίζω
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάτι να γίνει άδειο ή να μην περιέχει πλέον τα υλικά ή τα αντικείμενα που περιείχε.
    • Αφαιρώ τα περιεχόμενα από ένα χώρο ή ένα δοχείο.
    • Καθιστώ έναν χώρο ή μια περιοχή ακατοίκητη ή χωρίς ανθρώπινη παρουσία.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να εκκενώσεις το ντουλάπι για να βάλουμε τα καινούργια ρούχα.
    • Οι πυροσβέστες εκκένωσαν το κτίριο λόγω της πυρκαγιάς.
    • Η πόλη εκκενώθηκε γρήγορα όταν ανακοινώθηκε η έλευση του τυφώνα.
    3