Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εκκενώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
ενώνω
-
εκκενώσω
)
Συνώνυμα
αδειάζω
ξεκενώνω
εκτοπίζω
3
Αντώνυμα
γεμίζω
γεμώ
γεμίζω
3
Ορισμός
Κάνω κάτι να γίνει άδειο ή να μην περιέχει πλέον τα υλικά ή τα αντικείμενα που περιείχε.
Αφαιρώ τα περιεχόμενα από ένα χώρο ή ένα δοχείο.
Καθιστώ έναν χώρο ή μια περιοχή ακατοίκητη ή χωρίς ανθρώπινη παρουσία.
3
Παραδείγματα
Πρέπει να εκκενώσεις το ντουλάπι για να βάλουμε τα καινούργια ρούχα.
Οι πυροσβέστες εκκένωσαν το κτίριο λόγω της πυρκαγιάς.
Η πόλη εκκενώθηκε γρήγορα όταν ανακοινώθηκε η έλευση του τυφώνα.
3