Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εκπληκτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
εκρηκτικός
-
καταπληκτικός
-
εκδοτικός
-
εκπαιδευτικός
)
Συνώνυμα
εξαιρετικός
καταπληκτικός
εξωπραγματικός
θαυμαστός
4
Αντώνυμα
συνηθισμένος
κοινός
ασήμαντος
αδιάφορος
4
Ορισμός
Που προκαλεί έκπληξη ή θαυμασμό λόγω της εξαιρετικότητάς του.
Που ξεπερνά τις συνήθεις προσδοκίες ή τα συνηθισμένα πρότυπα.
2
Παραδείγματα
Η εκπληκτική απόδοση του νέου ηθοποιού έκανε όλους να τον επαινέσουν.
Οι εκπληκτικές ικανότητές του στο σκάκι τον έκαναν γνωστό σε όλο τον κόσμο.
2