Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εκρηκτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
εκπληκτικός
-
εκδοτικός
-
επιλεκτικός
-
εξελικτικός
-
εκδικητικός
-
επιτακτικός
)
Συνώνυμα
εκρηκτικός
εκρηκτικός
εκρηκτικός
3
Αντώνυμα
ήρεμος
σταθερός
ακίνητος
3
Ορισμός
Που μπορεί να προκαλέσει έκρηξη ή να εκραγεί.
Που χαρακτηρίζεται από ξαφνικές και έντονες εκρήξεις ή αλλαγές.
Που εκφράζει έντονα συναισθήματα ή αντιδράσεις.
3
Παραδείγματα
Η εκρηκτική ύλη ήταν επικίνδυνη και απαιτούσε ιδιαίτερη προσοχή.
Ο εκρηκτικός χαρακτήρας του έκανε δύσκολη τη συνεργασία μαζί του.
Η εκρηκτική αντίδραση του πλήθους έδειξε την απογοήτευσή τους.
3