1. Λέξη
    εκρηκτικός (επίθετο) - (παρόμοια: εκπληκτικός - εκδοτικός - επιλεκτικός - εξελικτικός - εκδικητικός - επιτακτικός)
  2. Συνώνυμα
    • εκρηκτικός
    • εκρηκτικός
    • εκρηκτικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • ήρεμος
    • σταθερός
    • ακίνητος
    3
  4. Ορισμός
    • Που μπορεί να προκαλέσει έκρηξη ή να εκραγεί.
    • Που χαρακτηρίζεται από ξαφνικές και έντονες εκρήξεις ή αλλαγές.
    • Που εκφράζει έντονα συναισθήματα ή αντιδράσεις.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η εκρηκτική ύλη ήταν επικίνδυνη και απαιτούσε ιδιαίτερη προσοχή.
    • Ο εκρηκτικός χαρακτήρας του έκανε δύσκολη τη συνεργασία μαζί του.
    • Η εκρηκτική αντίδραση του πλήθους έδειξε την απογοήτευσή τους.
    3