Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εκτελέσω (ρήμα) - (παρόμοια:
εκτελώ
)
Συνώνυμα
εξαπολύω
πραγματοποιώ
ολοκληρώνω
εκπληρώνω
4
Αντώνυμα
ακυρώνω
ματαιώνω
εγκαταλείπω
3
Ορισμός
Ολοκληρώνω μια ενέργεια ή μια διαδικασία.
Εκπληρώνω ένα καθήκον ή μια εντολή.
Πραγματοποιώ κάτι σύμφωνα με ένα σχέδιο ή μια οδηγία.
3
Παραδείγματα
Θα εκτελέσω το σχέδιο όπως συμφωνήσαμε.
Ο στρατιώτης έπρεπε να εκτελέσει τις εντολές του διοικητή.
Η ομάδα θα εκτελέσει την αποστολή της με ακρίβεια.
3