Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εκτελώ (ρήμα) - (παρόμοια:
εκτελέσω
-
εκτελείται
-
εκτελούμαι
-
εκτελεστής
-
εκτενής
)
Συνώνυμα
διεκπεραιώνω
πραγματοποιώ
ολοκληρώνω
3
Αντώνυμα
ακυρώνω
εγκαταλείπω
αποτυγχάνω
3
Ορισμός
Να κάνω κάτι, να πραγματοποιήσω μια ενέργεια ή εργασία.
Να εκπληρώσω ένα καθήκον ή υποχρέωση.
2
Παραδείγματα
Ο υπάλληλος εκτελεί τις εντολές του προϊσταμένου του.
Η ομάδα εκτέλεσε το σχέδιο με ακρίβεια.
2