1. Λέξη
    εκτελώ (ρήμα) - (παρόμοια: εκτελέσω - εκτελείται - εκτελούμαι - εκτελεστής - εκτενής)
  2. Συνώνυμα
    • διεκπεραιώνω
    • πραγματοποιώ
    • ολοκληρώνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ακυρώνω
    • εγκαταλείπω
    • αποτυγχάνω
    3
  4. Ορισμός
    • Να κάνω κάτι, να πραγματοποιήσω μια ενέργεια ή εργασία.
    • Να εκπληρώσω ένα καθήκον ή υποχρέωση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο υπάλληλος εκτελεί τις εντολές του προϊσταμένου του.
    • Η ομάδα εκτέλεσε το σχέδιο με ακρίβεια.
    2