Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εκτιμηθώ (ρήμα) - (παρόμοια:
εκτιμώ
)
Συνώνυμα
αποτιμώμαι
εκτιμάμαι
αξιολογούμαι
3
Αντώνυμα
αποδοκιμάζομαι
υποτιμάμαι
απορρίπτομαι
3
Ορισμός
Να μετρηθεί η αξία κάποιου ή κάτι
Να ληφθεί υπόψη η σημασία ή η ποιότητα κάποιου ή κάτι
Να γίνει αποδεκτός ή να αναγνωριστεί η αξία κάποιου
3
Παραδείγματα
Οι προσπάθειές του εκτιμήθηκαν από τους συναδέλφους του.
Η δουλειά της εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από το αφεντικό της.
Οι ιδέες του δεν εκτιμήθηκαν αρκετά κατά τη συνάντηση.
3