1. Λέξη
    εκτιμηθώ (ρήμα) - (παρόμοια: εκτιμώ)
  2. Συνώνυμα
    • αποτιμώμαι
    • εκτιμάμαι
    • αξιολογούμαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποδοκιμάζομαι
    • υποτιμάμαι
    • απορρίπτομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Να μετρηθεί η αξία κάποιου ή κάτι
    • Να ληφθεί υπόψη η σημασία ή η ποιότητα κάποιου ή κάτι
    • Να γίνει αποδεκτός ή να αναγνωριστεί η αξία κάποιου
    3
  5. Παραδείγματα
    • Οι προσπάθειές του εκτιμήθηκαν από τους συναδέλφους του.
    • Η δουλειά της εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από το αφεντικό της.
    • Οι ιδέες του δεν εκτιμήθηκαν αρκετά κατά τη συνάντηση.
    3