Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εκτιμώ (ρήμα) - (παρόμοια:
εκτιμώμενος
-
εκτιμηθώ
-
εκτιμήσουν
)
Συνώνυμα
αγαπώ
σεβόμαι
τιμώ
3
Αντώνυμα
αποδοκιμάζω
περιφρονώ
απαξιώ
3
Ορισμός
Να έχω σε μεγάλη εκτίμηση κάποιον ή κάτι, να τον/την θεωρώ σημαντικό/ή.
Να αναγνωρίζω την αξία ή την ποιότητα κάποιου ή κάτι.
2
Παραδείγματα
Εκτιμώ πολύ τη φιλία σου.
Εκτιμώ την προσπάθεια που έκανες για να ολοκληρώσεις το έργο.
2