1. Λέξη
    ελατήριο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: εξιτήριο - εισιτήριο)
  2. Συνώνυμα
    • πηγάδι
    • σπιράλ
    • ελαστική ράβδος
    3
  3. Αντώνυμα
    • άκαμπτο σώμα
    • αμετάβλητο αντικείμενο
    2
  4. Ορισμός
    • Ελαστικό αντικείμενο που μπορεί να αποθηκεύει και να απελευθερώνει μηχανική ενέργεια όταν συμπιέζεται ή τεντώνεται.
    • Συσκευή που χρησιμοποιείται σε διάφορες μηχανικές εφαρμογές για την απορρόφηση κραδασμών ή την παροχή δύναμης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το ελατήριο του ρολογιού κρατάει την κίνηση σταθερή.
    • Ο μηχανικός αντικατέστησε το χαλασμένο ελατήριο στη μηχανή.
    2