Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ελατήριο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
εξιτήριο
-
εισιτήριο
)
Συνώνυμα
πηγάδι
σπιράλ
ελαστική ράβδος
3
Αντώνυμα
άκαμπτο σώμα
αμετάβλητο αντικείμενο
2
Ορισμός
Ελαστικό αντικείμενο που μπορεί να αποθηκεύει και να απελευθερώνει μηχανική ενέργεια όταν συμπιέζεται ή τεντώνεται.
Συσκευή που χρησιμοποιείται σε διάφορες μηχανικές εφαρμογές για την απορρόφηση κραδασμών ή την παροχή δύναμης.
2
Παραδείγματα
Το ελατήριο του ρολογιού κρατάει την κίνηση σταθερή.
Ο μηχανικός αντικατέστησε το χαλασμένο ελατήριο στη μηχανή.
2