1. Λέξη
    εξιτήριο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: εισιτήριο - εξεταστήριο - ελατήριο - κριτήριο - εξιλαστήριος)
  2. Συνώνυμα
    • έξοδος
    • αποχώρηση
    • απομάκρυνση
    3
  3. Αντώνυμα
    • είσοδος
    • προσέγγιση
    • άφιξη
    3
  4. Ορισμός
    • Έγγραφο που επιτρέπει σε κάποιον να φύγει από έναν χώρο, όπως νοσοκομείο, στρατόπεδο κ.λπ.
    • Η διαδικασία της αναχώρησης από έναν συγκεκριμένο χώρο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο γιατρός του έδωσε το εξιτήριο από το νοσοκομείο.
    • Το εξιτήριο του ασθενούς υπογράφηκε μετά την πλήρη ανάρρωσή του.
    2