Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εξιτήριο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
εισιτήριο
-
εξεταστήριο
-
ελατήριο
-
κριτήριο
-
εξιλαστήριος
)
Συνώνυμα
έξοδος
αποχώρηση
απομάκρυνση
3
Αντώνυμα
είσοδος
προσέγγιση
άφιξη
3
Ορισμός
Έγγραφο που επιτρέπει σε κάποιον να φύγει από έναν χώρο, όπως νοσοκομείο, στρατόπεδο κ.λπ.
Η διαδικασία της αναχώρησης από έναν συγκεκριμένο χώρο.
2
Παραδείγματα
Ο γιατρός του έδωσε το εξιτήριο από το νοσοκομείο.
Το εξιτήριο του ασθενούς υπογράφηκε μετά την πλήρη ανάρρωσή του.
2