Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ελεγχόμενος (επίθετο) - (παρόμοια:
ερχόμενος
-
ενδεχόμενος
-
επερχόμενος
-
επόμενος
-
εισερχόμενος
-
λεγόμενος
-
φλεγόμενος
-
εναγόμενος
-
εριβόμενος
)
Συνώνυμα
ελεγκόμενος
επιτηρούμενος
παρακολουθούμενος
3
Αντώνυμα
ανεξέλεγκτος
αδέσποτος
αυθόρμητος
3
Ορισμός
Που υπόκειται σε έλεγχο ή επιτήρηση.
Που ρυθμίζεται ή ελέγχεται από κάποια εξωτερική δύναμη ή αρχή.
2
Παραδείγματα
Η διαδικασία είναι αυστηρά ελεγχόμενη για να εξασφαλιστεί η ποιότητα.
Σε ελεγχόμενο περιβάλλον διεξάγονται τα πειράματα.
2