Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εισερχόμενος (επίθετο) - (παρόμοια:
ερχόμενος
-
επερχόμενος
-
ανερχόμενος
-
ενδεχόμενος
-
ελεγχόμενος
-
επόμενος
)
Συνώνυμα
εισερχόμενος
εισερχόμενο
εισερχόμενη
εισερχόμενες
εισερχόμενοι
5
Αντώνυμα
εξερχόμενος
εξερχόμενο
εξερχόμενη
εξερχόμενες
εξερχόμενοι
5
Ορισμός
Αυτός που εισέρχεται ή μπαίνει σε έναν χώρο ή μια κατάσταση.
Αυτός που εισάγεται ή εισάγεται σε ένα σύστημα ή μια διαδικασία.
2
Παραδείγματα
Ο εισερχόμενος πελάτης έδειξε το εισιτήριό του.
Η εισερχόμενη αλληλογραφία ελέγχεται από το γραφείο.
2