Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ελληνικός (επίθετο) - (παρόμοια:
ειρηνικός
-
ενικός
-
εθνικός
)
Συνώνυμα
ελληνογενής
ελληνοχώριστος
ελληνορρύθμιστος
3
Αντώνυμα
ξενικός
αλλόγλωσσος
αλλοεθνής
3
Ορισμός
Ανήκων ή σχετικός με την Ελλάδα, τους Έλληνες ή την ελληνική γλώσσα.
Χαρακτηριστικός της ελληνικής κουλτούρας ή ιστορίας.
2
Παραδείγματα
Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες στον κόσμο.
Ο ελληνικός πολιτισμός έχει επηρεάσει σημαντικά τη δυτική κοινωνία.
2