1. Συνώνυμα
    • μοναδικός
    • ασύγκριτος
    • ξεχωριστός
    3
  2. Αντώνυμα
    • κοινός
    • συνηθισμένος
    • τυπικός
    3
  3. Ορισμός
    • που διακρίνεται για την ιδιαιτερότητα ή την αξία του
    • που δεν έχει όμοιο ή αντίστοιχο
    • που ανήκει σε ένα συγκεκριμένο άτομο ή πράγμα
    3
  4. Παραδείγματα
    • Ο Παρθενώνας είναι ένα ενικό μνημείο της αρχαιότητας.
    • Η ενική του προσέγγιση έλυσε το πρόβλημα.
    • Αυτό το βιβλίο έχει μια ενική αξία για μένα.
    3