Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ενικός (επίθετο) - (παρόμοια:
ευγενικός
-
γενικός
-
εθνικός
-
εξωφρενικός
-
ελληνικός
-
ειρωνικός
-
αρσενικός
-
ειρηνικός
-
μηδενικός
-
εικονικός
-
επικός
-
φονικός
-
κυνικός
-
γονικός
-
ειδικός
-
πανικός
-
ενεργητικός
-
ενοχλητικός
)
Συνώνυμα
μοναδικός
ασύγκριτος
ξεχωριστός
3
Αντώνυμα
κοινός
συνηθισμένος
τυπικός
3
Ορισμός
που διακρίνεται για την ιδιαιτερότητα ή την αξία του
που δεν έχει όμοιο ή αντίστοιχο
που ανήκει σε ένα συγκεκριμένο άτομο ή πράγμα
3
Παραδείγματα
Ο Παρθενώνας είναι ένα ενικό μνημείο της αρχαιότητας.
Η ενική του προσέγγιση έλυσε το πρόβλημα.
Αυτό το βιβλίο έχει μια ενική αξία για μένα.
3