1. Λέξη
    εμπιστευτικότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: εμπιστευτικό - εμπιστευτικός - εμπιστευτώ - εμπιστευθώ)
  2. Συνώνυμα
    • εχεμύθεια
    • απόρρητο
    • μυστικότητα
    3
  3. Αντώνυμα
    • απροστάτευτη
    • ανοιχτότητα
    • διαφάνεια
    3
  4. Ορισμός
    • Η ιδιότητα του να κρατάς κάτι κρυφό ή μυστικό.
    • Η δυνατότητα να διατηρείς πληροφορίες προστατευμένες από μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η εμπιστευτικότητα των συζητήσεων είναι σημαντική για τη διατήρηση της εμπιστοσύνης.
    • Ο νόμος προστατεύει την εμπιστευτικότητα των ιατρικών φακέλων.
    2