Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εμπιστευτικότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
εμπιστευτικό
-
εμπιστευτικός
-
εμπιστευτώ
-
εμπιστευθώ
)
Συνώνυμα
εχεμύθεια
απόρρητο
μυστικότητα
3
Αντώνυμα
απροστάτευτη
ανοιχτότητα
διαφάνεια
3
Ορισμός
Η ιδιότητα του να κρατάς κάτι κρυφό ή μυστικό.
Η δυνατότητα να διατηρείς πληροφορίες προστατευμένες από μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση.
2
Παραδείγματα
Η εμπιστευτικότητα των συζητήσεων είναι σημαντική για τη διατήρηση της εμπιστοσύνης.
Ο νόμος προστατεύει την εμπιστευτικότητα των ιατρικών φακέλων.
2