Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εμπιστευτώ (ρήμα) - (παρόμοια:
εμπιστευτικό
-
εμπιστευθώ
-
εμπιστευτικός
-
εμπιστευτικότητα
-
εμπιστευόμαστε
-
εμπιστεύομαι
-
εμπιστοσύνη
)
Συνώνυμα
εμπιστεύομαι
πιστεύω
εξαρτώμαι
3
Αντώνυμα
δυσπιστώ
αμφιβάλλω
απιστώ
3
Ορισμός
Να έχεις πίστη ή εμπιστοσύνη σε κάποιον ή κάτι.
Να βασίζεσαι σε κάποιον ή κάτι με βεβαιότητα.
2
Παραδείγματα
Εμπιστεύτηκα τον φίλο μου με το μυστικό μου.
Δεν μπορώ να εμπιστευτώ κάποιον που λέει ψέματα.
2