1. Συνώνυμα
    • εμπιστεύομαι
    • πιστεύω
    • εξαρτώμαι
    3
  2. Αντώνυμα
    • δυσπιστώ
    • αμφιβάλλω
    • απιστώ
    3
  3. Ορισμός
    • Να έχεις πίστη ή εμπιστοσύνη σε κάποιον ή κάτι.
    • Να βασίζεσαι σε κάποιον ή κάτι με βεβαιότητα.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Εμπιστεύτηκα τον φίλο μου με το μυστικό μου.
    • Δεν μπορώ να εμπιστευτώ κάποιον που λέει ψέματα.
    2