Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εμπιστευόμαστε (ρήμα) - (παρόμοια:
ερωτευόμαστε
-
εμπιστευθώ
-
εμπιστευτώ
-
εμπιστευτικό
-
εμπιστευτικός
)
Συνώνυμα
εξαρτώμαι
βασίζομαι
πιστεύω
3
Αντώνυμα
απιστώ
δυσπιστώ
αμφιβάλλω
3
Ορισμός
Να έχεις πλήρη εμπιστοσύνη σε κάποιον ή κάτι.
Να βασίζεσαι σε κάποιον ή κάτι με σιγουριά.
2
Παραδείγματα
Εμπιστευόμαστε τον γιατρό μας γιατί είναι πολύ έμπειρος.
Δεν μπορούμε να εμπιστευόμαστε κάποιον που μας έχει εξαπατήσει στο παρελθόν.
2