1. Λέξη
    εμπιστοσύνη (ουσιαστικό) - (παρόμοια: εμπιστευθώ - εμπιστευτώ)
  2. Συνώνυμα
    • εμπιστευτικότητα
    • πίστη
    • αξιοπιστία
    3
  3. Αντώνυμα
    • δυσπιστία
    • απιστία
    • υποψία
    3
  4. Ορισμός
    • Η αίσθηση ή η πεποίθηση ότι κάποιος ή κάτι είναι αξιόπιστο, καλό, ειλικρινές, αποτελεσματικό κ.λπ.
    • Η εμπιστοσύνη είναι η βάση πολλών ανθρώπινων σχέσεων και απαιτείται για την ομαλή λειτουργία της κοινωνίας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η εμπιστοσύνη μεταξύ των φίλων είναι πολύ σημαντική.
    • Χρειάζεται εμπιστοσύνη για να χτίσεις μια σταθερή σχέση.
    • Η εμπιστοσύνη του κοινού στην κυβέρνηση έχει μειωθεί.
    3