Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εμπιστοσύνη (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
εμπιστευθώ
-
εμπιστευτώ
)
Συνώνυμα
εμπιστευτικότητα
πίστη
αξιοπιστία
3
Αντώνυμα
δυσπιστία
απιστία
υποψία
3
Ορισμός
Η αίσθηση ή η πεποίθηση ότι κάποιος ή κάτι είναι αξιόπιστο, καλό, ειλικρινές, αποτελεσματικό κ.λπ.
Η εμπιστοσύνη είναι η βάση πολλών ανθρώπινων σχέσεων και απαιτείται για την ομαλή λειτουργία της κοινωνίας.
2
Παραδείγματα
Η εμπιστοσύνη μεταξύ των φίλων είναι πολύ σημαντική.
Χρειάζεται εμπιστοσύνη για να χτίσεις μια σταθερή σχέση.
Η εμπιστοσύνη του κοινού στην κυβέρνηση έχει μειωθεί.
3